- κονώνειος
- κονώνειος, -εία, -ον (Α)[Κόνων]επιγρ.1. αυτός που αναφέρεται στον Κόνωνα2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κονωνεία(ενν. κύλιξ) ονομασία είδους κύλικος, ποτηριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κονωνείων — Κονώνειος of Conon fem gen pl Κονώνειος of Conon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κονώνειοι — Κονώνειος of Conon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek